Η επικίνδυνη προβολή της υπόθεσης Λιγνάδη, η Μάνδρου και ο Μάγος του Φόουλς

Άρθρο γνώμης του Χρήστου Ωραιόπουλου #newn #Blog

Γράφει ο Χρήστος Ωραιόπουλος,

Νομίζω, ότι λίγο-πολύ όλοι έχει τύχει να συμφωνήσουμε πως η προβολή εγκλημάτων από τα ΜΜΕ στην Ελλάδα εμφανίζει πολλά μελανά σημεία, από αποκρύψεις κατηγοριών, μέχρι ξεψάχνισμα άσχετων στοιχείων της ιδιωτικής ζωής και την κλασική πλέον καραμέλα για νομικά σφάλματα και παραβιάσεις δικαιωμάτων του κατηγορούμενου.

Όμως, η εμμονή στη μικρή στενή νομική προσέγγιση της προβολής, πρακτικά μπορεί ορισμένες φορές να παραμερίζει τη μεγάλη εικόνα και να λειτουργεί σιωπηλά για την παραγωγή κοινωνικών αποτελεσμάτων, που συνίστανται στην αντίληψη τόσο του εγκληματικού φαινομένου, όσο και της προσωπικότητας του εγκληματία.

Εγκληματολογικά, ο τρόπος και η μέθοδος προβολής τόσο του παραβάτη, όσο και της παράβασης μπορούν να γεννήσουν υπό συνθήκες νέους παραβάτες της ίδιας παράβασης. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις κυρίως νεαρών παραβατών, με πιο πρόσφατη περίπτωση την ευτελιστική προβολή των δυο νεαρών που ξυλοκόπησαν τον υπάλληλο στο μετρό.

Πέρα από αυτό, μπορούν να διαμορφώσουν και συνειδήσεις-στάσεις απέναντι σε ένα έγκλημα, όπως κυρίως γίνεται στην Ελλάδα με εγκλήματα ειδικής θυματολογίας, δηλαδή με θύματα όπως πρόσφυγες ή γυναίκες, ειδικά στο έγκλημα της γυναικοκτονίας και του βιασμού, όπου στην πρώτη περίπτωση με απαξιωτικές υπόνοιες για ”παράνομη είσοδο ”και δήθεν προηγούμενη προκλητική συμπεριφορά, μειώνουν την ιδιότητά τους ως θυμάτων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση με οριακή διαπόμπευση των θυμάτων του βιασμού, με ερωτήσεις για το αν της άρεσε ο βιαστής ή τη φορούσε, ενώ με τη χρήση του όρου ζήλια ως άτυπου ελαφρυντικού στο έγκλημα της γυναικοκτονίας.

Υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις, στις οποίες ακριβώς επειδή τα ΜΜΕ λειτουργούν σαν επιχειρήσεις και δεν θέλουν να χάσουν το κοινό τους, ζυγίζουν τι τα παίρνει και τι όχι. Στην προκείμενη υπόθεση δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να βγουν και να καταστρώσουν ένα γλυκό και αδικημένο πορτραίτο του Λιγνάδη, αλλά ούτε και να αμφισβητήσουν τα παιδιά ως θύματα. Κι όμως η χυδαιότητα κράτησε καλά με έμμεσο τρόπο σήμερα στο ΣΚΑΪ με τη ρητορική απορία της Μάνδρου ”αν τα παιδιά που καταγγέλλουν το Δημήτρη Λιγνάδη είχαν γονείς”.

Μεταφορά ή καλύτερα διαμοιρασμός της ευθύνης, που πετυχαίνει τον περιορισμό της ευθύνης του μόνου δράστη με μια ακραία και αισχρή διεύρυνση του εγκληματικού παζλ, η οποία δεν στέκει σε κανένα απολύτως επίπεδο και έχει έναν και μοναδικό σκοπό.Επίσης, υπάρχει και κάτι άλλο γενικότερο, αλλά -νομίζω- σημαντικό και εξίσου επικίνδυνο.

Εκτός από τη διαμόρφωση συνείδησης-στάσης του κοινού επί του εγκληματικού γεγονότος, με αφορμή το εγκληματικό γεγονός δίνεται έδαφος για να περαστούν και άλλα μηνύματα, στα οποία θα προσδοθεί ”κύρος” και βαρύτητα από τη βαρύτητα του ίδιου του εγκληματικού γεγονότος. Εν προκειμένω μια τέτοια βαρύτητα τόσο ποινική, όσο και κοινωνική που μας αφορά εδώ, υφίσταται, αφού πρόκειται για απεχθή παιδεραστία και βιασμούς ανηλίκων. Αυτομάτως, η προσοχή του κοινού είναι κερδισμένη και μπαρουτιασμένη και αυτό το εκμεταλλεύονται τα ΜΜΕ για την διοχέτευση αντιλήψεων, που άλλες φορές γίνεται σκόπιμα από τη σύμπραξη Κράτους ( Κυβέρνησης) και ΜΜΕ και άλλες για το κλικ και την τηλεθέαση.

Η προβολή του προδικαστικού σταδίου πάντα τραβούσε την προσοχή του Έλληνα θεατή. Από χθες παίζεται παντού το πώς πέρασε ο Λιγνάδης το 24ωρο στη ΓΑΔΑ και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ποιο βιβλίο διάβασε. Ζήτησε να του φέρουν το Μάγο του Τζον Φόουλς. Μερικοί αστοιχείωτοι δημοσιογράφοι έδωσαν εντελώς άσχετη ερμηνεία στο βιβλίο και το συνέδεσαν ως σχετικό με τις εγκληματικές πράξεις που φέρεται να έκανε ο Λιγνάδης,Ακόμη, όμως, και να μην έδιναν ερμηνεία, το να λένε ότι ο Λιγνάδης διάβαζε ένα βιβλίο, γράφοντας εσκεμμένα μόνο δύο πολύ πρόχειρες περιγραφικές γραμμές, έχει ως αποτέλεσμα στον κοινό νου που δεν γνωρίζει το συγγραφέα και το βιβλίο να δίνεται η εντύπωση σύνδεσης, σχέσης αιτίου-αιτιατού.

Αλλά και γενικότερα, η όλη δημόσια παρουσία του Λιγνάδη που προβάλλεται και ιδίως οι τοποθετήσεις του για τον έρωτα με ένα επιτηδευμένο και καλλιεργημένο στυλάκι, που θέλει να μαρτυρήσει ανώτερη διανοητική σύλληψη του έρωτα, που κανένας δεν μπορεί να κατανοήσει, μπολιασμένη με κιτς επιθυμία επιστροφής στη σεξουαλικά απελευθερωμένη Αρχαία Ελλάδα (που πουλάει), όταν παρουσιάζεται ως πνευματικό τέκνο μιας και καλά θεατρικής διάνοιας, ενός σκεπτόμενου ρομαντικού ”ογκόλιθου” του θεάτρου μπορεί να γίνει επικίνδυνη για το τι εικόνα θα δημιουργηθεί για τους ανθρώπους που πραγματικά ερωτεύονται, που πραγματικά σκέφτονται και ανήκουν όντως στο χώρο του καλού θεάτρου.

Επιστέγασμα αυτής της επικινδυνότητας, είναι η προβολή του Λιγνάδη ως ανθρώπου που ακόμα και στη φυλακή ”διαβάζει”.Θέλω να πω, ότι η εικόνα που δίνεται στον κόσμο, που -να το πω έτσι- δεν έμαθε γράμματα, είναι ότι άνθρωποι μπορεί να χάσουν το λογικό τους από το πολύ διάβασμα και την πολλή καλλιέργεια ”σαν το Λιγνάδη”. Πολλές φορές, μάλιστα, ακούγεται για ανθρώπους που π.χ. διαβάζουν ή γράφουν ή είναι καλοί στο θέατρο, ”α, σίγουρα θα έχει παραξενιές”. Ακριβώς αυτές οι παραξενιές έρχονται να ενταθούν και να φτάσουν σε αισχρά επίπεδα με τον τρόπου που παρουσιάζεται ο Λιγνάδης, ικανές να οδηγήσουν σε απαξίωση ολόκληρου χώρου και των ποιοτικών του ανθρώπων, όπως του θεάτρου.

Ένα άλλο επίπεδο στο οποίο μπορεί να καταλήξει επικίνδυνη η αναφορά στο Λιγνάδη και το βιβλίο του Φόουλς, είναι ο συντηρητισμός της χώρας απέναντι στην τέχνη, που ψάχνει ακόμα υλικά τέρατα για να ξορκίσει το κακό.

Τρανό παράδειγμα το Ζιγκ Ζαγκ στις νεραντζιές, αυτή η βιβλιάρα της Έρσης Σωτηροπούλου, που τα ράσα την οδήγησαν στα δικαστήρια. Αν και εδώ δεν παρατηρείται κάτι όμοιο, η εσφαλμένη προβολή της αναγνωστικής επιλογής του Λιγνάδη, μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης για αντίστοιχες διώξεις και επικρίσεις έργων και πνευματικών δημιουργημάτων με κάλυμμα την προστασία από το να γίνουμε ”σαν το Λιγνάδη”, επειδή διαβάσαμε ”κακά” βιβλία ή είδαμε ”απαγορευμένες” παραστάσεις. Όπως άλλωστε επιχειρήθηκε πρόσφατα μια πρώτη φίμωση της τέχνης, που δεν τους πέρασε.

Χρήστος Ωραιόπουλος, Νομική ΑΠΘ

Πηγή: parallaxi.gr