Το μετέωρο βήμα του ΠΑΣΟΚ/ Κινήματος Αλλαγής

Άρθρο γνώμης του Ευριβιάδη Ελευθεριάδη, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής

Διαχρονικά, τα πολιτικά κόμματα, ειδικά αυτά που ήταν κόμματα εξουσίας, διατηρούν στο εσωτερικό τους, ομάδες πολιτών οι οποίοι κινούνται ευρύτερα στο χώρο, συμβιβάζονται δηλαδή με τον πυρήνα αυτών που εκφράζει το εκάστοτε κόμμα εξουσίας.

Καθώς, οι χώροι της Αριστεράς/Κεντροαριστεράς και ο αντίστοιχος χώρος της Δεξιάς/Κεντροδεξίας, κινούνται σε παρόμοια μεγέθη, την ηγεμονία στην πολιτική ζωή της χώρας την έδινε ο μεσαίος χώρος, χώρος που συνήθως έχει ένα συγκεκριμένο οικονομικό, μορφωτικό και κοινωνικό υπόβαθρο.

Ο χώρος αυτός έδωσε το 1996 τη δυναμική στον Κώστα Σημίτη να προωθήσει την ατζέντα του εκσυγχρονισμού,  κομμάτι αυτού του χώρου πίστεψε στην επανίδρυση που υποσχέθηκε ο Κώστας Καραμανλής, και αργότερα πίστεψε στις ιδέες του Γιώργου Παπανδρέου.

Η μοναδική φορά στην οποία ο κεντρώος αυτός χώρος βγήκε από το προσκήνιο της πολιτικής εξουσίας, ήταν από το 2012 έως και το 2019, σταδιακά και σταθερά. Εκείνη την περίοδο, ο λαικισμός του αντιμνημονίου, δεν επέτρεψε να εκφραστεί καθαρά ο μεσαίος λόγος, λόγος ωριμότητας αλλά και περισσότερο νηφάλιος.

Επικράτησαν τα πάθη, τα μίση, και εν τέλει το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, που ήταν σαφώς μία ήττα του μεσαίου χώρου, και όσων την εξέφρασαν τότε.

Η επάνοδος του μεσαίου χώρου, άρχισε να λαμβάνει χώρα με την συστημική αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και του θάνατου της αυταπάτης. Της αυταπάτης της εύκολης λύσης, των δανείων από τρίτες χώρες, των Ζαππείων, των ψεύτικων υποσχέσεων.

Η νίκη του Μητσοτάκη στις εσωκομματικές της Νέας Δημοκρατίας, δεν ήταν καλή εξέλιξη για το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Όσο και να μην θέλει ένα κόμμα να αυτοπροσδιορίζεται από έναν άλλο χώρο, εδώ η παρουσία του Μητσοτάκη διεμβόλισε το κέντρο και συρρίκνωσε την παρουσία του ΠΑΣΟΚ σε έναν προνομιακό για αυτόν χώρο.

Οι μεταγραφές στελεχών από το χώρο του Προοδευτικού Κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας, δεν θα είχανε μεγάλη σημασία, καθώς έχουν συμβεί και στο παρελθόν, αν δεν συνδυαζόταν με αποδοχή των πολιτικών του Μητσοτάκη από μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής. Αποδοχή, που εν μέρει βασίζεται και στην έντονη αποδοκιμασία του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, που «σπρώχνει» το πολιτικό ακροατήριο πιο «δεξιά».

Έτσι δημιουργούνται αυτές οι Συμπληγάδες Πέτρες. Από τη μία το ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ έχει συντηρικοποιηθεί με τα χρόνια,  αλλά και εκεί που τείνει να κατευθυνθεί δεσπόζει ακόμη η πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη. Από την άλλη, από τα αριστερά, και όσο πλησιάζουμε προς εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο Τσίπρας, θα παρουσιάζεται σαν η εναλλακτική, όσων είτε πολιτικά είτε και συναισθηματικά δεν επιθυμούν καμία όσμωση με τη Νέα Δημοκρατία.

Ανάμεσα σε αυτές τις συνεχείς και συνεχώς διογκωμένες πιέσεις και από τις δύο πλευρές, η πολιτική επιρροή του Κινήματος Αλλαγής βαίνει μειούμενη. Και δεν αναφέρομαι στο στενό πυρήνα των υποστηρικτών του. Αναφερόμαστε στην προοπτική και το μέλλον.

Η πραγματικότητα δείχνει ότι το Κίνημα Αλλαγής, που σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκε η πιο σοβαρή και ώριμη φωνή και μέσα στην πανδημία, δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει  καμία δημοσκοπική άνοδο, αλλά καμία πολιτική επικυριαρχία.

Η αναμονή του βλέποντας και κάνοντας, εκτιμώ ότι είναι μια θνησιγενής επιλογή. Ανεξάρτητα της πανδημίας και των δυσκολιών της, το Κίνημα Αλλαγής δεν έχει κάποιο λόγο να αναμένει απλά τις εξελίξεις. Δεν βοηθάει ούτε μία μεγάλη εσωκομματική προεκλογική εκστρατεία, αλλά και ουσιαστικά δεν οδηγεί κάπου αυτή η ιστορία.

Ευχής έργων είναι , με την ολοκλήρωση της διαδικασίας των εμβολιασμών και τη μερική ή ολική επιστροφή στην κανονικότητα, το Κίνημα Αλλαγής να προχωρήσει σε μία ειλικρινή διαδικασία, ανανέωσης και επιλογής δρόμου.