“Άτομα με αναπηρία και πανδημία”

Άρθρο γνώμης του Παναγιώτη Δημητριάδη

Η περιθωριοποίηση των ευάλωτων ατόμων, εν μέσω πανδημίας, θα λέγαμε ότι είναι ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα τα οποία έχει να αντιμετωπίσει η σύγχρονη κοινωνία, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς και τις μετέπειτα επιπτώσεις της. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα περισσότερα δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα μετατράπηκαν σε νοσοκομεία αποκλειστικά έναντι του covid-19, τα άτομα με αναπηρία αντιμετώπισαν ζητήματα πρόσβασης στην υγειονομική φροντίδα περισσότερο απ’ τον καθένα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι απροσέγγιστες δομές υγείας, καθώς επίσης και οι γενικευμένες ιατρικές οδηγίες και πρωτόκολλα, μεγέθυναν έτι περαιτέρω τις ανισότητες.

Όπως είναι γνωστό, συνήθως τα άτομα με αναπηρία είτε αντιμετωπίζουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα παθολογικής φύσεως, είτε λαμβάνουν συγκεκριμένη αγωγή που τα εκθέτει σε υγειονομικούς κινδύνους. Συνεπώς αποτελούν μια αρκετά ευάλωτη ομάδα, η οποία έχει ανάγκη από φροντίδες και προστασία περισσότερο από τα υπόλοιπα άτομα της κοινωνίας. Λόγω της κατάστασης αυτής, της σπουδαίας ευαλωτότητας αλλά και της υπολειτουργικότητας του ΕΣΥ λόγω της πανδημίας, τα άτομα με αναπηρία στράφηκαν κατά αποκλειστικότητα, σχεδόν, σε ιδιωτικές μονάδες περίθαλψης. Δεδομένου, ότι τα άτομα αυτά ζουν ως επί το πλείστον με πενιχρά επιδόματα, καθώς αδυνατούν να εργαστούν, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς την κατάσταση στην οποία περιήλθαν αυτήν την περίοδο.

Πέρα της πρόσβασης στην υγεία, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν και είναι η πρόσβαση σε δομές απασχόλησης. Ομιλώντας περί των ατόμων με νοητική στέρηση, αξίζει να εξετάσει κανείς τα όσα βίωσαν οι οικογένειες των ατόμων αυτών, και όσα βιώνουν, καθώς ο εγκλεισμός των παιδιών αυτών, επηρέασε πολύ περισσότερο την ψυχοσύνθεσή τους από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Αρκετά παιδιά της συγκεκριμένης ομάδας, έχοντας ανάγκη την άσκηση αλλά και την κοινωνικοποίηση, επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την όλη κατάσταση. Ως εκ τούτου, δημιουργήθηκαν σοβαρές εντάσεις εντός της κάθε οικογένειας, καθώς τα συγκεκριμένα άτομα απορρυθμίστηκαν ως προς τη σκέψη και τη λειτουργικότητά τους. Ιδίως με την απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει τα ΚΔΑΠ-ΜΕΑ (κέντρα δημιουργικής απασχόλησης ατόμων με αναπηρία), ήταν κάτι που εξουθένωσε τις οικογένειες αυτές και ευτυχώς ανακλήθηκε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.

Είναι πολύ σημαντικό επομένως η κυβέρνηση και συνολικά η κοινωνία, να μη κλείσει τα μάτια απέναντι στους ευάλωτους. Καλές πρακτικές υπάρχουν, αρκεί να τις βλέπουμε και να κρατάμε έστω και κάτι μικρό, που μπορεί να εφαρμοστεί στο δικό μας σύστημα. Για παράδειγμα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα για την εξέταση ατόμων με αναπηρία στις οικίες τους. Επίσης, στις Φιλιππίνες, εξέδωσαν πληροφοριακό υλικό, προκειμένου να υποστηρίξει τις υπηρεσίες υγείας να προσαρμόσουν δημόσια μηνύματα για ευάλωτες ομάδες στις κοινότητες, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και ατόμων με αναπηρία. Επιπροσθέτως, στον Καναδά, θεσπίστηκε Ομάδα Συντονισμού COVID-19 για Άτομα με Αναπηρία. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν τα άτομα με αναπηρία και οι οργανώσεις που τα εκπροσωπούν, για την παροχή συμβουλών προς την κυβέρνηση αναφορικά με συγκεκριμένα ζητήματα αναπηρίας, προκλήσεις και κενά του συστήματος, μέτρα που πρέπει να παρθούν και βήματα που πρέπει να γίνουν.[1]

Η αναγκαιότητα για στήριξη παραμένει, και ο μετά-πανδημίας κόσμος δε μοιάζει καθόλου φιλικός για τους ευάλωτους. Είναι σημαντικό δε, η κυβέρνηση, αλλά και η κάθε κυβέρνηση όπως και οι ΟΤΑ, να σταθούν δίπλα στα άτομα αυτά και μαζί με τα σωματεία και τις ενώσεις τους, να χαράξουν μια πολιτική η οποία θα στηρίζει και δε θα περιθωριοποιεί. Η πανδημική και η μετά-πανδημική κοινωνία, είναι βέβαιο ότι έχει ανάγκη από μια συλλογική δράση για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων και την συμπερίληψη.