Το φαινόμενο #MeToo

Άρθρο γνώμης της Μαριλίας Αδάμου #newn #Blog

Γράφει η Μαριλία Αδάμου,

Πόσο πρωτόγνωρη φαντάζει αυτή η θύελλα καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης στα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας; Πόσο έντονα, νομοτελειακά και αβίαστα αναφύονται μπροστά στα μάτια μας αναχρονιστικά πατριαρχικά κατάλοιπα μιας παραδοσιακά συντηρητικής κοινωνίας;

Το κίνημα #MeToo, μολονότι άργησε να ταράξει τα νερά της χώρας μας, δεν είναι καινούριο. Την εμφάνισή του κάνει το 2006 στην Αμερική, από την κοινωνική ακτιβίστρια Tarana Burke, όταν παρηγόρησε δημόσια ένα 13χρονο κορίτσι που είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά. Η φράση επανέρχεται στο φως της δημοσιότητας το 2015, όταν η New York Times δημοσίευσε ένα κείμενο για τον Harvey Weinstein, ο οποίος οδηγήθηκε στις Αρχές μετά από καταγγελία για ανάρμοστη και προσβλητική συμπεριφορά που υπέβαλλε το μοντέλο Ambra Gutierrez. Το κίνημα φτάνει στο απόγειό του το 2017, όταν η ηθοποιός  Alyssa Milano δημοσιεύει ένα tweet με το εξής περιεχόμενο: «Αν έχετε παρενοχληθεί σεξουαλικά ή έχετε δεχθεί σεξουαλική επίθεση, γράψτε ΜΕ ΤΟΟ». Το tweet χρησιμοποιήθηκε πάνω από 500.000 φορές σε 24 ώρες, με πλήθος διάσημων προσώπων να ακολουθούν. Ταχύτητα το κίνημα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Ιστορίες κακοποίησης και παρενόχλησης συσσωρεύονται στα μέσα ενημέρωσης, άνδρες έρχονται αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες, μερικοί χάνουν δουλειές, ενώ άλλοι αντιμετωπίζουν τη δημόσια κατακραυγή.

Δεν αργεί, ωστόσο, να εμφανιστεί και χάσμα στους κόλπους της φεμινιστικής σκέψης. Πληθώρα γυναικών, μεταξύ των οποίων η κριτικός λογοτεχνίας Daphne Merkin και η συγγραφέας Katie Roiphe, σπεύδουν να χλευάσουν το κίνημα #MeToo ως «φεμινισμό του Twitter», τονίζοντας ότι πολλά από τα περιστατικά παρενόχλησης ήταν πολύ δευτερεύοντα(!), και υποστηρίζοντας ότι η ομαδοποίηση ενός τόσου ευρέως φάσματος σεξουαλικής κακής συμπεριφοράς, οδηγεί στην αμφισβήτηση της εγκυρότητας και της ουσίας του #MeToo. Κεντρικό επιχείρημα των αντι-MeToo φεμινιστριών είναι ότι το κίνημα δεν αντιμετωπίζει τις μεμονωμένες γυναίκες ως ηθικούς παράγοντες με την ικανότητα να λένε «όχι», να επιλέγουν και να απολαμβάνουν την σεξουαλική επαφή, με αποτέλεσμα οι γυναίκες που παρουσιάζουν τις εμπειρίες τους για παρενόχληση συχνά να εκλαμβάνονται ως φέρουσες μεγαλύτερη ευθύνη για αυτές τις εμπειρίες. Θέτοντας τη θεωρία αυτή στην ορθή της βάση, θα λέγαμε πως αποτελεί μια ακόμα θεώρηση του λεγόμενου μεταφεμινισμού. Οι μεταφεμινίστριες ασκούν κριτική στο φεμινιστικό κίνημα του δεύτερου κύματος, με το επιχείρημα ότι επικεντρώνεται στη θυματοποίηση των γυναικών (κακοποίηση, βιασμό, σεξουαλική παρενόχληση, κλπ.), κατασκευάζοντας έναν μύθο, αυτόν της γυναίκας ως παθητικού δέκτη, που έχει ανάγκη προστασίας.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το φεμινιστικό κίνημα αντιδρά έντονα, υποστηρίζοντας ότι ο μεταφεμινισμός είναι μια επιστροφή στην προ-φεμινισμού εποχή, μία επιχείρηση καταστροφής των επιτευγμάτων του φεμινισμού. Πράγματι, θα έλεγα ότι πρόκειται για ακόμα μια άποψη με υποφώσκουσες πατριαρχικές καταβολές, η οποία αρνείται a priori την βουλητική αυτονομία και το αυτεξούσιο του γυναικείου φύλου, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως ακριβώς επειδή είπαν «όχι» αναγκάστηκαν μετέπειτα να πουν «me too». Πως παρά την έλλειψη συναίνεσης, ο θύτης παραβιάζει τον προσωπικό χώρο του θύματος, προβαίνοντας σε ασελγείς πράξεις και σε κάθε μορφής βία. Δίνει περισσότερο ιδεολογική παρά πραγματιστική διάσταση στο κίνημα #MeToo, παρασύροντας σε ατέρμονους κατακερματισμούς και μη παραγωγικές συγκρούσεις. Για να καταστεί πιο εύληπτο, θα λέγαμε ότι ομοιάζει με την άποψη «φυσικά και αποδέχομαι την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, αλλά δεν πρέπει να γίνονται Pride παρελάσεις, γιατί έτσι οι ίδιοι θυματοποιούν τον εαυτό τους και τίθενται στο στόχαστρο». Πρόκειται για μια άποψη κεκαλυμμένα συντηρητική, που αρνείται να αντικρύσει κατάματα την ριζωμένη πατριαρχική δομή της σύγχρονης κοινωνίας, τα αντικειμενικά δεδομένα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας των στερεοτύπων, των έμφυλων διακρίσεων, της καταπίεσης, της ανισότητας, ενώ μεταθέτει το κέντρο βάρους, μετατρέποντας το θύμα σε θύτη. Εξάλλου, η ιδέα ενός κόσμου ιδανικού, όπου η ισότητα θα έχει αγγίξει ένα τέτοιο επίπεδο συνειδησιακής αναγνώρισης, έτσι ώστε το #MeToo ή το Pride να είναι πλέον ‘‘περιττά’’, μάλλον και δυστυχώς αποτελεί ουτοπία…

Λίγο αργότερα, όπως ίσως θα ήταν αναμενόμενο, κάνει την εμφάνισή του το #HimToo. Τον Ιούλιο του 2018 ο Donald Trump διόρισε τον Brett Kavanaugh δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Kavanaugh είχε κατηγορηθεί πολλάκις για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και έτσι την ημέρα ορκωμοσίας του, η μητέρα τού Pieter Hanson δημοσίευσε ένα μήνυμα στο Twitter που συνέκρινε την κατάσταση του δικαστή – ο οποίος είχε αρνηθεί τους ισχυρισμούς σεξουαλικής επίθεσης – με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο 32χρονος γιος της, αναφέροντας πως αυτός δε βγαίνει ραντεβού με γυναίκες εξαιτίας του «τρέχοντος κλίματος ψευδών σεξουαλικών κατηγοριών από ριζοσπαστικές φεμινίστριες με απώτερο συμφέρον». Το #HimToo πήρε σύντομα τη διάσταση κινήματος υπεράσπισης των ανδρών ενάντια σε ψευδείς ισχυρισμούς παρενοχλητικών ενεργειών, για τις οποίες κατηγορήθηκαν από το κίνημα #MeToo.

Θα ήταν τουλάχιστον εθελοτυφλία, αν κάποιος δεν προέβαινε στην εξής εξόφθαλμη παραδοχή: το #HimToo έχει γίνει η αντίδραση στο #MeToo, έχει γίνει το #AllLivesMatter της σεξουαλικής επίθεσης. Είναι ένα σύμπτωμα μιας παραπλανητικής αντίληψης: η ιδέα ότι οι ψευδείς κατηγορίες είναι ισοδύναμο πρόβλημα με το πραγματικό σεξουαλικό παράπτωμα. Αυτή η ψευδής ισοδυναμία αναπαράγει την επικράτηση στερεοτύπων, παρουσιάζοντας τη σεξουαλική επίθεση ως κάτι που μόνο οι γυναίκες αναφέρουν και κατηγορούνται μόνο οι άνδρες. Η κατάχρηση του #HimToo και η τοξική αρρενωπότητα που αναδύει δημιουργεί παρερμηνείες στο ευρύ κοινό και μπορεί νομοτελειακά να καταδικάσει για πάντα στη σιωπή και άντρες θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Το #HimToo, διαιρώντας τον διάλογο με βάση το φύλο, διαστρεβλώνει την ουσία και προσκολλάται στις νόρμες της ετεροκανονικότητας και της διπολικής διάστασης των φύλων, ενισχύοντας την προσκόλληση σε έναν δίχως προηγούμενο εγωκεντρικό παρωπιδισμό, όπου το μονοπώλιο της αλήθειας διεκδικεί το αρσενικό φύλο.  

Το #MeToo έχει μια πιο συμπεριληπτική ανάγνωση: Αγκαλιάζει οποιονδήποτε έχει υποστεί σεξιστική κακοποιητική συμπεριφορά, ανεξαρτήτως φύλου, βιολογικού ή κοινωνικού, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Είναι μια συλλογική αλληλεγγύη, μέσα από την ενοποιημένη αναγνώριση των κοινών δεινών και με κοινό ελπιδοφόρο όραμα. Για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας, το φαινόμενο #MeToo δεν είναι ένα ακόμα εγχείρημα του αποκαλούμενου «hashtag activism», του ακτιβισμού του πληκτρολογίου. Είναι η νέα πραγματικότητα ενάντια στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Έρχεται να επιβεβαιώσει πως η σεξουαλική παρενόχληση, οι εξουσιαστικές σχέσεις, ο σεξισμός στο επαγγελματικό ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον είναι συστημικά παγιωμένα προβλήματα, που έχουν ανάγκη μαζικής στεντόρειας  φωνής. Η δύναμη της ενοποίησης αυτών των γυναικών στον αγώνα ενάντια στις μισογυνικές συμπεριφορές και στις πατριαρχικές δομές και ο τεράστιος αριθμός μαρτυριών του #MeToo επιβεβαιώνει εμφατικά ότι ο σεξισμός αποτελεί μια καθολική, αλλά όχι ομοιόμορφη, δύναμη – δηλαδή, είναι κάτι που η πλειονότητα των γυναικών βιώνει, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Ο πραγματικός αγώνας είναι το μετά, όταν κοπάσει η θύελλα καταγγελιών, όταν τα θύματα δεν θα τα προστατεύει πλέον το κάλυμμα της δημοσιότητας και του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Τότε θα δοκιμαστεί η κοινωνική αλλαγή που με περίσσια σιγουριά ευαγγελιζόμαστε.

Δεν θα ήταν καθόλου άσκοπο να αναφέρω, σε αυτό το σημείο, την υπόθεση της δημοσιογράφου Priya Ramani,  η οποία κατηγόρησε πρώην Υπουργό της Ινδίας, τον MJ Akbar, για σεξουαλική παρενόχληση, με αυτόν να υποβάλλει άμεσα μήνυση κατά αυτής για συκοφαντική δυσφήμιση. Πριν λίγες ημέρες το Δικαστήριο, σε μια απόφαση ορόσημο για το κίνημα #MeToo, δικαίωσε την Ramani, τονίζοντας ότι «ένας άντρας κοινωνικής περιωπής μπορεί επίσης να είναι σεξουαλικός παρενοχλητής» και ότι «η σεξουαλική κακοποίηση αφαιρεί την αξιοπρέπεια του θύματος, με αποτέλεσμα το δικαίωμα της φήμης να μην μπορεί να αντιταχθεί έναντι του κόστους του δικαιώματος στην αξιοπρέπεια». Φυσικά, δεν έλλειψαν και εκείνοι που αναρωτήθηκαν γιατί δεν είχε παραπονεθεί νωρίτερα για κάτι που συνέβη το 1993, αλλά ο δικαστής απεφάνθη κατηγορηματικά ότι «μια γυναίκα έχει το δικαίωμα να εγείρει τα παράπονά της ακόμη και μετά από δεκαετίες». Μάλλον τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας απέχουν ακόμα κατά πολύ από τέτοιες προοδευτικές παραδοχές…

Είναι καιρός να στρέψουμε, επιτέλους, τα βλέμματα μακριά από το καλούπι που περιβάλλει τον κόσμο μας, να θέσουμε στο επίκεντρο όσους έχουν ανάγκη να βρίσκονται εκεί, να κλείσουμε για λίγο το στόμα και απλά, να ακούσουμε. Το ερώτημα δεν είναι γιατί μίλησαν τώρα. Το ερώτημα είναι γιατί οι συστημικές δομές δεν τους επέτρεπαν να μιλήσουν νωρίτερα. Τώρα λοιπόν! Χωρίς γιατί. Χωρίς ερωτηματικό.

Γράφει η Μαριλία Αδάμου,

Τελειόφοιτη Νομικής ΑΠΘ

Πηγή: Normes.gr